- χυτῆς
- χυτόςpouredfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χύτης — ο, ΝΜΑ τεχνικός που διενεργεί χύτευση νεοελλ. φρ. «πυρετός χυτών μετάλλου» ιατρ. υψηλός πυρετός μέχρι 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, μετά από τη χύτευση βαρέων μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* +… … Dictionary of Greek
χύτης — ο ο εργάτης μεταλλουργείου που χύνει το λιωμένο μέταλλο μέσα σε καλούπια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτῶν — χύτης metal caster masc gen pl χυτός poured fem gen pl χυτός poured masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτην — χύτης metal caster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύτου — χύτης metal caster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροχύτης — ο ειδικό μελισσοκομικό όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η τήξη τού κηρού για να συγκολληθούν οι κηρήθρες πάνω στα πλαίσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χύτης (< χύτης < χέω), πρβλ. ελαιο χύτης, νερο χύτης] … Dictionary of Greek
θερμοχύτης — θερμοχύτης, ὁ (Α) δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o) * + χύτης (< χέω), πρβλ. επι χύτης, νερο χύτης] … Dictionary of Greek
μολυβδοχύτης — ο (Μ μολυβδοχύτης) αυτός που χύνει μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβδι + χύτης (< χέω), πρβλ. ελαιο χύτης, θερμο χύτης] … Dictionary of Greek
χύτας — χύτᾱς , χύτης metal caster masc acc pl χύτᾱς , χύτης metal caster masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PITTACIUM — Graece πιττάκιον, πίτταξ, index vel titulus pice illitus, ut affigi possit et applicari: cuiusmodi amphoris et doliis olim affigi mos, vini patriam et aetatem indicantia, uti diximus suô locô. Etiam indices libris adfixi, qui nomen Auctoris… … Hofmann J. Lexicon universale